λειμωνίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λειμωνίτης < αρχαία ελληνική λειμών
Ουσιαστικό επεξεργασία
λειμωνίτης αρσενικό
- γαιώδης παραλλαγή του ορυκτού γκετίτης, συχνά απαντώμενος σε ελώδη λιβάδια, ιδιαίτερα διαδεδομένος ανά τον κόσμο