↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεβεντοπερπάτητος η λεβεντοπερπάτητη το λεβεντοπερπάτητο
      γενική του λεβεντοπερπάτητου της λεβεντοπερπάτητης του λεβεντοπερπάτητου
    αιτιατική τον λεβεντοπερπάτητο τη λεβεντοπερπάτητη το λεβεντοπερπάτητο
     κλητική λεβεντοπερπάτητε λεβεντοπερπάτητη λεβεντοπερπάτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεβεντοπερπάτητοι οι λεβεντοπερπάτητες τα λεβεντοπερπάτητα
      γενική των λεβεντοπερπάτητων των λεβεντοπερπάτητων των λεβεντοπερπάτητων
    αιτιατική τους λεβεντοπερπάτητους τις λεβεντοπερπάτητες τα λεβεντοπερπάτητα
     κλητική λεβεντοπερπάτητοι λεβεντοπερπάτητες λεβεντοπερπάτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεβεντοπερπάτητος < λεβεντο- + (περπατάω) περπατη- + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

λεβεντοπερπάτητος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία