Δείτε επίσης: λατινοαμερικάνικος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λατινοαμερικανικός η λατινοαμερικανική το λατινοαμερικανικό
      γενική του λατινοαμερικανικού της λατινοαμερικανικής του λατινοαμερικανικού
    αιτιατική τον λατινοαμερικανικό τη λατινοαμερικανική το λατινοαμερικανικό
     κλητική λατινοαμερικανικέ λατινοαμερικανική λατινοαμερικανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λατινοαμερικανικοί οι λατινοαμερικανικές τα λατινοαμερικανικά
      γενική των λατινοαμερικανικών των λατινοαμερικανικών των λατινοαμερικανικών
    αιτιατική τους λατινοαμερικανικούς τις λατινοαμερικανικές τα λατινοαμερικανικά
     κλητική λατινοαμερικανικοί λατινοαμερικανικές λατινοαμερικανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λατινοαμερικανικός < Λατινοαμερικαν(ός) + -ικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.ti.no.a.me.ɾi.ka.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐τι‐νο‐α‐με‐ρι‐κα‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

λατινοαμερικανικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τη Λατινική Αμερική, δηλαδή την Κεντρική και Νότια Αμερική
  2. (συνεκδοχικά) ο σχετικός με την αμερικανική ήπειρο εκτός Καναδά και ΗΠΑ

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία