Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λασπόχεντρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
λασπόχεντρ
α
οι
λασπόχεντρ
ες
γενική
της
λασπόχεντρ
ας
—
αιτιατική
τη
λασπόχεντρ
α
τις
λασπόχεντρ
ες
κλητική
λασπόχεντρ
α
λασπόχεντρ
ες
Κατηγορία
όπως «
πέστροφα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
λασπόχεντρα
<
λάσπ(η)
+
όχεντρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λασπόχεντρα
θηλυκό
(
φίδι
) η
οχιά της Μήλου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λασπόχεντρα