λαμβδακισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμβδακισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαμβδακισμός αρσενικό
- λαμβδακισμός και λαμδακισμός ιατρική πάθηση, εξαιτίας της οποίας παρατηρείται δυσκολία ή αδυναμία στην προφορά του φθόγγου λάμ(β)δα.
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαμβδακισμός
|