λαμαρινόβιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμαρινόβιδα < λαμαρίν(α) + -ό- + βίδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαμαρινόβιδα θηλυκό
- βίδα που έχει ανάλογο σπείρωμα ώστε να είναι κατάλληλη για βίδωμα σε λαμαρίνα, κάθε μυτερή βίδα που έχει σπείρες χοντρές αλλά κοφτερές
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαμαρινόβιδα
|