Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαγονοψοΐτης οι λαγονοψοΐτες
      γενική του λαγονοψοΐτη των λαγονοψοϊτών
    αιτιατική τον λαγονοψοΐτη τους λαγονοψοΐτες
     κλητική λαγονοψοΐτη λαγονοψοΐτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαγονοψοΐτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαγονοψοΐτης αρσενικό

  • (ανατομία) μύωνας του ανθρώπινου σώματος, ο οποίος αποτελείται από το μεγάλο ψοΐτη και το λαγόνιο οι οποίοι συνενώνονται. Συνδέει την σπονδυλική στήλη με τον μηρό.

  Μεταφράσεις επεξεργασία