λαγονοψοΐτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαγονοψοΐτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαγονοψοΐτης αρσενικό
- (ανατομία) μύωνας του ανθρώπινου σώματος, ο οποίος αποτελείται από το μεγάλο ψοΐτη και το λαγόνιο οι οποίοι συνενώνονται. Συνδέει την σπονδυλική στήλη με τον μηρό.