↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λᾰγοθηρᾱ-
ονομαστική λαγοθήρᾱς οἱ λαγοθῆραι
      γενική τοῦ λαγοθήρου τῶν λαγοθηρῶν
      δοτική τῷ λαγοθήρ τοῖς λαγοθήραις
    αιτιατική τὸν λαγοθήρᾱν τοὺς λαγοθήρᾱς
     κλητική ! λαγοθῆρ
λαγόθηρ
λαγοθῆραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαγοθήρ
γεν-δοτ τοῖν  λαγοθήραιν
Η κλητική ενικού με βραχεία κατάληξη -θῆρᾰ ή '-θηρᾰ
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'λογοθήρας' όπως «λογοθήρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαγοθήρας < λαγ(ώς) + -ο- + -θήρας (θηράω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαγοθήρας αρσενικό