λαγιαρνί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαγιαρνί | τα | λαγιαρνιά |
γενική | του | λαγιαρνιού | των | λαγιαρνιών |
αιτιατική | το | λαγιαρνί | τα | λαγιαρνιά |
κλητική | λαγιαρνί | λαγιαρνιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λαγιαρνί ουδέτερο
- το αρνί με μαύρο τρίχωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαγιαρνί
|