λαίδη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαίδη | οι | λαίδες |
γενική | της | λαίδης | — | |
αιτιατική | τη | λαίδη | τις | λαίδες |
κλητική | λαίδη | λαίδες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈle.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λαί‐δη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαίδη θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- «λέδη[4] ή λαίδη; Η συνήθης γραφή λαίδη δεν έχει ετυμολογική βάση, αλλά οφείλεται σε εξελληνισμένη μεταγραφή τού αγγλικού lady σε παλαιότερη εποχή, κατά την οποία συνηθιζόταν η απόδοση τού αγγλικού –a– (όταν προφερόταν [ei]) ως –αι–: π.χ. Σαίξπηρ (Shakespeare), Μπλαίηκ (Blake), Καίμπριτζ (Cambridge). Εφόσον δεν πρόκειται για κύριο όνομα, προτιμότερη και συνεπής ετυμολογικά είναι η απλούστερη γραφή λέδη.»[1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαίδη
|
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ λαίδη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ λαίδη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μεγάλο Ηλεκτρονικό Λεξικό Νεοελληνικής Γλώσσας–Πατάκη (ΜΗΛΝΕΓ–Π), λήμμα λόρδος.