Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λαίδη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
λαίδη
<
αγγλική
lady
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈle.ði
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
λαίδη
θηλυκό
κυρία της αριστοκρατίας, η σύζυγος ενός
λόρδου
αγγλικός τίτλος ευγενείας για γυναίκες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λαίδη
αγγλικά
:
lady
(en)
γαλλικά
:
lady
(fr)