Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λέχθηκα

  • α' πρόσωπο ενικού στην οριστική παθητικού αορίστου του ρήματος λέω

  Πηγές επεξεργασία