λέχθηκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
λέχθηκα
- α' πρόσωπο ενικού στην οριστική παθητικού αορίστου του ρήματος λέω
- → δείτε τη λέξη ειπώθηκα
Πηγές επεξεργασία
- λέω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας