Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λέμβαρχος οι λέμβαρχοι
      γενική του λέμβαρχου
λεμβάρχου
των λέμβαρχων
λεμβάρχων
    αιτιατική τον λέμβαρχο τους λέμβαρχους
λεμβάρχους
     κλητική λέμβαρχε λέμβαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λέμβαρχος < λέμβος + -αρχος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λέμβαρχος αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος): υπαξιωματικός υπεύθυνος λέμβου και προϊστάμενος των κωπηλατών της
  2. ο χειριστής μηχανοκίνητης λέμβου, αντί του όρου κυβερνήτης

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία