λέμβαρχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | λέμβαρχος | οι | λέμβαρχοι |
γενική | του | λέμβαρχου & λεμβάρχου |
των | λέμβαρχων & λεμβάρχων |
αιτιατική | τον | λέμβαρχο | τους | λέμβαρχους & λεμβάρχους |
κλητική | λέμβαρχε | λέμβαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
λέμβαρχος αρσενικό
- (ναυτικός όρος): υπαξιωματικός υπεύθυνος λέμβου και προϊστάμενος των κωπηλατών της
- ο χειριστής μηχανοκίνητης λέμβου, αντί του όρου κυβερνήτης
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λέμβαρχος
|