Ετυμολογία

επεξεργασία
λέγνος < λέγνον

  Επίθετο

επεξεργασία

λέγνος

  1. (ελληνιστική κοινή) άνανδρος
  2. (ελληνιστική κοινή) ο λεπτός σίτος
    λέγνος: ἄνανδρος, σῖτος ὁ μὴ ἁδρός ( Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Λ )