Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λάμψετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λάμπω
  2. θα λάμψετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λάμπω