Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

λάλησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος λαλώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος λαλώ