λάβρυς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λάβρυς | αἱ | λάβρυες |
γενική | τῆς | λάβρυος | τῶν | λαβρύων |
δοτική | τῇ | λάβρυῐ̈ | ταῖς | λάβρυσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | λάβρυν | τὰς | λάβρυς |
κλητική ὦ! | λάβρυ | λάβρυες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λάβρυε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | λαβρύοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λάβρυς (ελληνιστική κοινή) < προέλευση λυδική ή καρική .
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλάβρυς, -υος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) είδος διπλού πέλεκυ, έμβλημα βασιλικού οίκου
- ⮡ Λυδοὶ γάρ «λάβρυν» τὸν πέλεκυν ὀνομάζουσι. (1ος/2ος αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ἠθικά, Moralia Plu.2.302a.@perseus.tufts.edu)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λάβρυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.