κόρυζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόρυζα | οι | κόρυζες |
γενική | της | κόρυζας | των | κορυζών |
αιτιατική | την | κόρυζα | τις | κόρυζες |
κλητική | κόρυζα | κόρυζες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κόρυζα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόρυζα [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈko.ɾi.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐ρυ‐ζα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόρυζα θηλυκό
- (ιατρική) το συνάχι, η καταρροή
- (κτηνιατρική) λοίμωξη του αναπνευστικού σε ζώα και πουλερικά
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κόρυζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κόρυζᾰ | αἱ | κόρυζαι |
γενική | τῆς | κορύζης | τῶν | κορυζῶν |
δοτική | τῇ | κορύζῃ | ταῖς | κορύζαις |
αιτιατική | τὴν | κόρυζᾰν | τὰς | κορύζᾱς |
κλητική ὦ! | κόρυζᾰ | κόρυζαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κορύζᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κορύζαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κόρυζα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- κόρυζα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόρυζα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.