Δείτε επίσης: κόρις, κόριζα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόρυζα οι κόρυζες
      γενική της κόρυζας των κορυζών
    αιτιατική την κόρυζα τις κόρυζες
     κλητική κόρυζα κόρυζες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόρυζα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόρυζα [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈko.ɾi.za/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κό‐ρυ‐ζα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόρυζα θηλυκό

  1. (ιατρική) το συνάχι, η καταρροή
  2. (κτηνιατρική) λοίμωξη του αναπνευστικού σε ζώα και πουλερικά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόρυζ αἱ κόρυζαι
      γενική τῆς κορύζης τῶν κορυζῶν
      δοτική τῇ κορύζ ταῖς κορύζαις
    αιτιατική τὴν κόρυζᾰν τὰς κορύζᾱς
     κλητική ! κόρυζ κόρυζαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κορύζ
γεν-δοτ τοῖν  κορύζαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κόρυζα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κόρυζα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία