Δείτε επίσης: κόρις, κόριζα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόρυζα οι κόρυζες
      γενική της κόρυζας των κορυζών
    αιτιατική την κόρυζα τις κόρυζες
     κλητική κόρυζα κόρυζες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόρυζα θηλυκό

  1. (ιατρική) το συνάχι, η καταρροή
  2. (κτηνιατρική) λοίμωξη του αναπνευστικού σε ζώα και πουλερικά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόρυζ αἱ κόρυζαι
      γενική τῆς κορύζης τῶν κορυζῶν
      δοτική τῇ κορύζ ταῖς κορύζαις
    αιτιατική τὴν κόρυζᾰν τὰς κορύζᾱς
     κλητική ! κόρυζ κόρυζαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κορύζ
γεν-δοτ τοῖν  κορύζαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόρυζα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία