• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κόπωση μετάλλων

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Πολυλεκτικός όρος
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόπωση  μετάλλων οι κοπώσεις  μετάλλων
      γενική της κόπωσης*  μετάλλων των κοπώσεων  μετάλλων
    αιτιατική την κόπωση  μετάλλων τις κοπώσεις  μετάλλων
     κλητική κόπωση  μετάλλων κοπώσεις  μετάλλων
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κόπωση μετάλλων < κόπωση & μετάλλων, γενική πληθυντικού του μέταλλο

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

κόπωση μετάλλων θηλυκό

  • (τεχνολογία) η καταπόνηση που υφίσταται κάποιο μέταλλο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    κόπωση μετάλλων
  • αγγλικά : metal fatigue (en)
  • ολλανδικά : metaalmoeheid (nl)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κόπωση_μετάλλων&oldid=5484575"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 08:41

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 08:41.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας