κόπωση μετάλλων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κόπωση μετάλλων | οι | κοπώσεις μετάλλων |
γενική | της | κόπωσης* μετάλλων | των | κοπώσεων μετάλλων |
αιτιατική | την | κόπωση μετάλλων | τις | κοπώσεις μετάλλων |
κλητική | κόπωση μετάλλων | κοπώσεις μετάλλων | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κοπώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
κόπωση μετάλλων θηλυκό
- (τεχνολογία) η καταπόνηση που υφίσταται κάποιο μέταλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κόπωση μετάλλων