Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κόνσολος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
κόνσολ
ος
οι
κόνσολ
οι
γενική
του
κόνσολ
ου
των
κόνσολ
ων
αιτιατική
τον
κόνσολ
ο
τους
κόνσολ
ους
κλητική
κόνσολ
ε
κόνσολ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κόνσολος
<
ιταλική
console
<
λατινική
consulem
,
αιτιατική
ενικού
του
consul
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κόνσολος
αρσενικό
(
ιδιωματικό
)
πρόξενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κόνσολος
→
δείτε
τη λέξη
πρόξενος