κόμι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κόμι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κόμι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Komi language στην αγγλική Βικιπαίδεια
κόμι άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό