Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

κωφεύσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κωφεύω
  2. θα κωφεύσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κωφεύω