κωδεΐνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωδεΐνη | οι | κωδεΐνες |
γενική | της | κωδεΐνης | των | κωδεϊνών |
αιτιατική | την | κωδεΐνη | τις | κωδεΐνες |
κλητική | κωδεΐνη | κωδεΐνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωδεΐνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωδεΐνη θηλυκό
- ναρκωτική ουσία, παράγωγο του οπίου, που ανήκει στα αλκαλοειδή· χρησιμοποιείται και ως αναλγητικό, υπνωτικό και αντιβηχικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κωδεΐνη στη Βικιπαίδεια