κυπαρίσσινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυπαρίσσινος < αρχαία ελληνική κυπαρίσσινος
Επίθετο επεξεργασία
κυπαρίσσινος, -η, -ο
- από κυπαρίσσι
- ※ Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου κομψός, εὐωδιάζων ἀπὸ τὸ Τέμπλον τὸ κυπαρίσσινον καὶ ἀπὸ τὰ ἄνθη, τὰ ὁποῖα εἶχον φέρει ἡ Σουλτανιά, ἡ Μάρκαινα, ἡ γραῖα ἡ Πανταχοῦ καὶ ἡ Κατερινιὼ τῆς Ἀλέξαινας, καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι εὐλαβητικαί, αἱ μόναι ἐλθοῦσαι. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αμαρτίας φάντασμα)
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυπαρίσσινος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυπαρίσσινος < κυπάρισσ(ος) + -ινος
Επίθετο επεξεργασία
κυπαρίσσινος
- κυπαρισσένιος, από κυπαρίσσι
- ※ ἐπειδὰν δὲ ἡ ἐκφορὰ ᾖ, λάρνακας κυπαρισσίνας ἄγουσιν ἅμαξαι, φυλῆς ἑκάστης μίαν. (Θουκυδίδης, Ιστορία, Β, 34)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- κυπαρίσσινος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυπαρίσσινος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.