Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυλισιοτριβέας οι κυλισιοτριβείς
      γενική του κυλισιοτριβέα των κυλισιοτριβέων
    αιτιατική τον κυλισιοτριβέα τους κυλισιοτριβείς
     κλητική κυλισιοτριβέα κυλισιοτριβείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυλισιοτριβέας < κύλιση + τριβέας. Στην καθημερινή γλώσσα αποδίδεται με τη λέξη ρουλεμάν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κυλισιοτριβέας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ελλάδα-Αθήνα: Μέρη σιδηροδρομικών ή τροχιοδρομικών μηχανών έλξης ή τροχαίου υλικού, 2018/S 130-297602, Γνωστοποίηση συναφθείσας σύμβασης – υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, 10/07/2018 [1]