κυβερνήτρια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κυβερνήτρια < κυβερνήτης + -τρια
Ουσιαστικό επεξεργασία
κυβερνήτρια θηλυκό και κυβερνήτρα
- θηλυκό του κυβερνήτης
Σημειώσεις επεξεργασία
- χρησιμοποιείται συνήθως καταχρηστικά, σαν επίθετο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κυβερνήτρια
|