Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κτιστικός κτιστική τὸ κτιστικόν
      γενική τοῦ κτιστικοῦ τῆς κτιστικῆς τοῦ κτιστικοῦ
      δοτική τῷ κτιστικ τῇ κτιστικ τῷ κτιστικ
    αιτιατική τὸν κτιστικόν τὴν κτιστικήν τὸ κτιστικόν
     κλητική ! κτιστικέ κτιστική κτιστικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κτιστικοί αἱ κτιστικαί τὰ κτιστικᾰ́
      γενική τῶν κτιστικῶν τῶν κτιστικῶν τῶν κτιστικῶν
      δοτική τοῖς κτιστικοῖς ταῖς κτιστικαῖς τοῖς κτιστικοῖς
    αιτιατική τοὺς κτιστικούς τὰς κτιστικᾱ́ς τὰ κτιστικᾰ́
     κλητική ! κτιστικοί κτιστικαί κτιστικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κτιστικώ τὼ κτιστικᾱ́ τὼ κτιστικώ
      γεν-δοτ τοῖν κτιστικοῖν τοῖν κτιστικαῖν τοῖν κτιστικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κτιστικός < αρχαία ελληνική κτίστης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

κτιστικός

  Πηγές επεξεργασία