Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυφοκαίω < κρυφ(ο)- + καίω

  Ρήμα επεξεργασία

κρυφοκαίω

  1. καίγομαι χωρίς φλόγα
  2. (στη λογοτεχνία) λέγεται για κάτι που παιδεύει και τυραννάει κάποιον χωρίς να εκδηλώνεται μπροστά στους άλλους
    το πάθος τον κρυφοκαίει
    ο λυγμός κρυφοκαίει τον λαιμό του