Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυπτανάλυση οι κρυπταναλύσεις
      γενική της κρυπτανάλυσης* των κρυπταναλύσεων
    αιτιατική την κρυπτανάλυση τις κρυπταναλύσεις
     κλητική κρυπτανάλυση κρυπταναλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρυπταναλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρυπτανάλυση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρυπτανάλυση θηλυκό

  1. η χρήση μαθηματικής ή επιστημονικής ανάλυσης ώστε να διαβαστεί ένα κρυπτογραφημένο κείμενο χωρίς πρόσβαση στο κλειδί
  2. η τέχνη της ανακάλυψης αδυναμιών σε κρυπτογραφικούς αλγορίθμους

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία