κρυπτανάλυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρυπτανάλυση | οι | κρυπταναλύσεις |
γενική | της | κρυπτανάλυσης* | των | κρυπταναλύσεων |
αιτιατική | την | κρυπτανάλυση | τις | κρυπταναλύσεις |
κλητική | κρυπτανάλυση | κρυπταναλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρυπταναλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κρυπτανάλυση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κρυπτανάλυση θηλυκό
- η χρήση μαθηματικής ή επιστημονικής ανάλυσης ώστε να διαβαστεί ένα κρυπτογραφημένο κείμενο χωρίς πρόσβαση στο κλειδί
- η τέχνη της ανακάλυψης αδυναμιών σε κρυπτογραφικούς αλγορίθμους
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κρυπτανάλυση