Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεμμυδοφαγία οι κρεμμυδοφαγίες
      γενική της κρεμμυδοφαγίας των κρεμμυδοφαγιών
    αιτιατική την κρεμμυδοφαγία τις κρεμμυδοφαγίες
     κλητική κρεμμυδοφαγία κρεμμυδοφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρεμμυδοφαγία < κρεμμύδ(ι) + -ο- + -φαγία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρεμμυδοφαγία θηλυκό

  • η κατανάλωση κρεμμυδιού σε μεγάλες ποσότητες

  Μεταφράσεις επεξεργασία