κρεμανταλάδικος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κρεμανταλάδικος < κρεμανταλάς + -άδικος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
κρεμανταλάδικος, -η, -ο
- (λαϊκότροπο) που έχει τον τρόπο του κρεμανταλά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κρεμανταλάδικος αρσενικό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του κρεμανταλάς
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κρεμώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κρεμανταλάδικος
|