Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κραιπάλη < αρχαία ελληνική κραιπάλη < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από το κραιπνός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κραιπάλη θηλυκό

  1. μεγάλο μεθύσι
  2. (μεταφορικά) κοσμικές απολαύσεις, ηδονισμός, καλοπέραση

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κραιπάλη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κραιπάλη θηλυκό

  1. κραιπάλη