κραιπάλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κραιπάλη < αρχαία ελληνική κραιπάλη < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν από το κραιπνός
Ουσιαστικό επεξεργασία
κραιπάλη θηλυκό
- μεγάλο μεθύσι
- (μεταφορικά) κοσμικές απολαύσεις, ηδονισμός, καλοπέραση
Μεταφράσεις επεξεργασία
κραιπάλη
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κραιπάλη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κραιπάλη θηλυκό