Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοχενίλλη οι κοχενίλλες
      γενική της κοχενίλλης των κοχενιλλών
    αιτιατική την κοχενίλλη τις κοχενίλλες
     κλητική κοχενίλλη κοχενίλλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοχενίλλη < γαλλική cochenille < ισπανική cochinilla < cochino < cocho < coch
Λιγότερο πιθανό: < λατινικά coccinus ή < αρχαία ελληνικά κόκκινος < κόκκος.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοχενίλλη[1] θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .