κοχενίλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοχενίλη < γαλλική cochenille < ισπανική cochinilla < cochino < cocho < coch
- Λιγότερο πιθανό: < λατινικά coccinus ή < αρχαία ελληνικά κόκκινος < κόκκος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοχενίλη θηλυκό
- (εντομολογία) σκαθάρι από το οποίο εξάγεται η χρωστική ουσία καρμίνιο, που χρησιμοποιείται στη βαφική, αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική, ακόμα και στην αλλαντοποιία και γενικά σε πολλά συσκευασμένα προϊόντα με σήμανση Ε120 (μη καρκινογόνο)
- (κατ’ επέκταση χρώμα, χημεία) η καρμίνη (ή καρμίνι ή καρμίνιο)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .