κουτσουκέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουτσουκέλα | οι | κουτσουκέλες |
γενική | της | κουτσουκέλας | — | |
αιτιατική | την | κουτσουκέλα | τις | κουτσουκέλες |
κλητική | κουτσουκέλα | κουτσουκέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κουτσουκέλα < μεσαιωνική ελληνική κουτσουκέλα[1] < κουκουτσέλα[1] / κουκουτζέλα[2] < κουκούτσιν[1] < ιταλική cucuzza[3] (κολοκύθα) < υστερολατινική cucutia < λατινική cucurbita
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.tsuˈce.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τσου‐κέ‐λα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουτσουκέλα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουτσουκέλα
|
- ↑ 1,0 1,1 1,2 κουτσουκέλα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ κουκουτζέλα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ κουκούτσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας