Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουρμπέτι τα κουρμπέτια
      γενική
    αιτιατική το κουρμπέτι τα κουρμπέτια
     κλητική κουρμπέτι κουρμπέτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουρμπέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική gurbet (ξενιτιά) < αραβική غُرْبَة (ḡurba, νοσταλγία πατρίδας)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuɾˈbe.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουρ‐μπέ‐τι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουρμπέτι ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία