Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουράς θηλυκό, γενική: κουράδος

  1. οροφή
  2. τοιχογραφία σε οροφή

Δείτε επίσης επεξεργασία