κουνουπάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουνουπάκι | τα | κουνουπάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | κουνουπάκι | τα | κουνουπάκια |
κλητική | κουνουπάκι | κουνουπάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κουνουπάκι < κουνούπι + υποκοριστικό επίθημα -άκι