κουκουές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.kuˈes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐κου‐ές
- παρώνυμο: κουκουσέ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κουκουές & Κουκουές αρσενικό
- (πολιτική, προφορικό) μέλος ή οπαδός του ΚΚΕ και, κατ’ επέκταση, ο κομμουνιστής
Συγγενικά
επεξεργασία- κουκουέ
- → δείτε τις λέξεις κομμουνιστής και κομμουνισμός
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κουκουές
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κουκουές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας