πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουκουές οι κουκουέδες
      γενική του κουκουέ των κουκουέδων
    αιτιατική τον κουκουέ τους κουκουέδες
     κλητική κουκουέ κουκουέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κουκουές < αρκτικόλεξο ΚΚΕ (κου-κου-έ) + επίθημα [1] για τη διαμόρφωση της κατάληξης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουκουές & Κουκουές αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία