Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοσμοϊστορικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.1.1
Προφορά
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοσμοϊστορικ
ός
η
κοσμοϊστορικ
ή
το
κοσμοϊστορικ
ό
γενική
του
κοσμοϊστορικ
ού
της
κοσμοϊστορικ
ής
του
κοσμοϊστορικ
ού
αιτιατική
τον
κοσμοϊστορικ
ό
την
κοσμοϊστορικ
ή
το
κοσμοϊστορικ
ό
κλητική
κοσμοϊστορικ
έ
κοσμοϊστορικ
ή
κοσμοϊστορικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοσμοϊστορικ
οί
οι
κοσμοϊστορικ
ές
τα
κοσμοϊστορικ
ά
γενική
των
κοσμοϊστορικ
ών
των
κοσμοϊστορικ
ών
των
κοσμοϊστορικ
ών
αιτιατική
τους
κοσμοϊστορικ
ούς
τις
κοσμοϊστορικ
ές
τα
κοσμοϊστορικ
ά
κλητική
κοσμοϊστορικ
οί
κοσμοϊστορικ
ές
κοσμοϊστορικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοσμοϊστορικός
<
κόσμος
+
-ο-
+
ιστορικός
< (
μεταφραστικό δάνειο
)
γερμανική
weltgeschichtlich
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ko.zmo.i.sto.ɾiˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
κοσμοϊστορικός
που έχει εξαιρετικά μεγάλη
επίδραση
σε όλο τον
κόσμο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κόσμος
και
ιστορία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοσμοϊστορικός
αγγλικά
:
momentous
(en)
,
epochal
(en)
γερμανικά
:
weltgeschichtlich
(de)