Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοσμοσείστης οι κοσμοσείστες
      γενική του κοσμοσείστη
    αιτιατική τον κοσμοσείστη τους κοσμοσείστες
     κλητική κοσμοσείστη κοσμοσείστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμοσείστης < κοσμο- + (σείω) σεισ- + -της, μετάφραση αρχαίας προσωνυμίας του θεού Ποσειδώνα, όπως στον Όμηρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμοσείστης αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία