Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοσμοπολιτισμός οι κοσμοπολιτισμοί
      γενική του κοσμοπολιτισμού των κοσμοπολιτισμών
    αιτιατική τον κοσμοπολιτισμό τους κοσμοπολιτισμούς
     κλητική κοσμοπολιτισμέ κοσμοπολιτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμοπολιτισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική cosmopolitisme[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμοπολιτισμός αρσενικό

  1. ο τρόπος ζωής και σκέψης του κοσμοπολίτη, με κύριο χαρακτηριστικό τα συχνά ταξίδια στις μοντέρνες, κυρίως, μεγαλουπόλεις και από την άνετη προσαρμογή σε διαφορετικές κάθε φορά νοοτροπίες, αντιλήψεις και συνήθειες
  2. ο τρόπος ζωής που συνηθίζεται σε όλον τον κόσμο
  3. (διεθνείς σχέσεις) η θεωρία που υποστηρίζει ότι όλος ο κόσμος είναι μια πολιτεία και πως δε θα έπρεπε να υπάρχουν κράτη, κυριολεκτικά η πίστη σε ένα παγκόσμιο κράτος
  4. η δέσμευση στην προώθηση συνὐπαρξης και κατανόησης μεταξύ των εθνών

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία