Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμική εκτροπή < → δείτε τις λέξεις κοσμικός και εκτροπή

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

κοσμική εκτροπή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία