κοσμική εκτροπή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
κοσμική εκτροπή θηλυκό
- (αστρονομία): η αστρική εκτροπή που προκύπτει από την ευθύγραμμη και ομοιόμορφη κίνηση όλου του ηλιακού συστήματος στο χώρο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κοσμική εκτροπή