Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοσμηματοπώλισσα οι κοσμηματοπώλισσες
      γενική της κοσμηματοπώλισσας των κοσμηματοπωλισσών
    αιτιατική την κοσμηματοπώλισσα τις κοσμηματοπώλισσες
     κλητική κοσμηματοπώλισσα κοσμηματοπώλισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμηματοπώλισσα < κοσμηματοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμηματοπώλισσα θηλυκό (αρσενικό κοσμηματοπώλης)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοσμηματοπώλης