κοσμηματοπώλισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοσμηματοπώλισσα < κοσμηματοπώλης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοσμηματοπώλισσα θηλυκό (αρσενικό κοσμηματοπώλης)
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτρια ή εργαζόμενη σε κοσμηματοπωλείο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοσμηματοπώλης
κοσμηματοπώλισσα