κοροϊδάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κοροϊδάρα | οι | κοροϊδάρες |
γενική | της | κοροϊδάρας | — | |
αιτιατική | την | κοροϊδάρα | τις | κοροϊδάρες |
κλητική | κοροϊδάρα | κοροϊδάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοροϊδάρα < κορόιδ(ο) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοροϊδάρα θηλυκό
- μεγάλο κορόιδο
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοροϊδάρα
|