Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοριτσίστικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κοριτσίστικ
ος
η
κοριτσίστικ
η
το
κοριτσίστικ
ο
γενική
του
κοριτσίστικ
ου
της
κοριτσίστικ
ης
του
κοριτσίστικ
ου
αιτιατική
τον
κοριτσίστικ
ο
την
κοριτσίστικ
η
το
κοριτσίστικ
ο
κλητική
κοριτσίστικ
ε
κοριτσίστικ
η
κοριτσίστικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κοριτσίστικ
οι
οι
κοριτσίστικ
ες
τα
κοριτσίστικ
α
γενική
των
κοριτσίστικ
ων
των
κοριτσίστικ
ων
των
κοριτσίστικ
ων
αιτιατική
τους
κοριτσίστικ
ους
τις
κοριτσίστικ
ες
τα
κοριτσίστικ
α
κλητική
κοριτσίστικ
οι
κοριτσίστικ
ες
κοριτσίστικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοριτσίστικος
<
κορίτσι
+
-ίστικος
Επίθετο
επεξεργασία
κοριτσίστικος
που έχει
σχέση
με
κορίτσι
, ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία
κοριτσίστικα
→
δείτε
τη λέξη
κορίτσι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοριτσίστικος
αγγλικά
:
girly
(en)
γαλλικά
: de
fille
(fr)