↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοριτσάρα οι κοριτσάρες
      γενική της κοριτσάρας
    αιτιατική την κοριτσάρα τις κοριτσάρες
     κλητική κοριτσάρα κοριτσάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοριτσάρα < κορίτσι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοριτσάρα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία