κοπαδιάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοπαδιάρης | η | κοπαδιάρα | το | κοπαδιάρικο |
γενική | του | κοπαδιάρη | της | κοπαδιάρας | του | κοπαδιάρικου |
αιτιατική | τον | κοπαδιάρη | την | κοπαδιάρα | το | κοπαδιάρικο |
κλητική | κοπαδιάρη | κοπαδιάρα | κοπαδιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοπαδιάρηδες | οι | κοπαδιάρες | τα | κοπαδιάρικα |
γενική | των | κοπαδιάρηδων | — | των | κοπαδιάρικων | |
αιτιατική | τους | κοπαδιάρηδες | τις | κοπαδιάρες | τα | κοπαδιάρικα |
κλητική | κοπαδιάρηδες | κοπαδιάρες | κοπαδιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κοπαδιάρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοπαδιάρης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοπαδιάρης
|