κονσερβατουάρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κονσερβατουάρ < απροσάρμοστο (λόγιο δάνειο) γαλλική conservatoire
Ουσιαστικό επεξεργασία
κονσερβατουάρ ουδέτερο άκλιτο
- ωδείο
- άλλες μορφές: κονσερβατόριο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κονσερβατουάρ
|