Δείτε επίσης: Κομπότης, Κομπωτής, Κομπωτή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομπωτής οι κομπωτές
      γενική του κομπωτή των κομπωτών
    αιτιατική τον κομπωτή τους κομπωτές
     κλητική κομπωτή κομπωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομπωτής < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κομπωτής < κομπώνω < ελληνιστική κοινή κομβόω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομπωτής αρσενικό

  • (ιδιωματικό) απατεώνας
    ※  Ἐγὼ περνῶ καὶ δὲ μιλῶ κ' ἡ κόρη χαιρετᾷ με.
    «Ποῦ πάγεις, κλέφτη τοῦ φιλιοῦ καὶ κομπωτή τς ἀγάπης;
    Μ' ἂν εἶμαι κλέφτης τοῦ φιλιοῦ καὶ κομπωτής τς ἀγάπης,
    τί μοῦ δινες τὰ χείλη σου κ' ἐγλυκοφίλησά τα;
    Νικόλαος Πολίτης, Δημοτικά τραγούδια, εκδόσεις: Πελεκάνος, 2014, ISBN 9789604007400, @google.gr/books

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κομπωτής < κομπώνω + -τής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κομπωτής αρσενικό (θηλυκό κομπώτρα) (και σήμερα σε χρήση ως ιδιωματικό)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία