Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κομουνισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κομουνισμέν
ος
η
κομουνισμέν
η
το
κομουνισμέν
ο
γενική
του
κομουνισμέν
ου
της
κομουνισμέν
ης
του
κομουνισμέν
ου
αιτιατική
τον
κομουνισμέν
ο
την
κομουνισμέν
η
το
κομουνισμέν
ο
κλητική
κομουνισμέν
ε
κομουνισμέν
η
κομουνισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κομουνισμέν
οι
οι
κομουνισμέν
ες
τα
κομουνισμέν
α
γενική
των
κομουνισμέν
ων
των
κομουνισμέν
ων
των
κομουνισμέν
ων
αιτιατική
τους
κομουνισμέν
ους
τις
κομουνισμέν
ες
τα
κομουνισμέν
α
κλητική
κομουνισμέν
οι
κομουνισμέν
ες
κομουνισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κομουνισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κομουνίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κομουνισμένος